διαπορητικός

διαπορητικός
η , όν выражающий или вызывающий сомнение, недоумение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαπορητικός" в других словарях:

  • διαπορητικός — at a loss masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικά — διαπορητικός at a loss neut nom/voc/acc pl διαπορητικά̱ , διαπορητικός at a loss fem nom/voc/acc dual διαπορητικά̱ , διαπορητικός at a loss fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικῶν — διαπορητικός at a loss fem gen pl διαπορητικός at a loss masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικόν — διαπορητικός at a loss masc acc sg διαπορητικός at a loss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικοί — διαπορητικός at a loss masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικοῦ — διαπορητικός at a loss masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικούς — διαπορητικός at a loss masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητική — διαπορητικός at a loss fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικήν — διαπορητικός at a loss fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικῶς — διαπορητικός at a loss adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπορητικῷ — διαπορητικός at a loss masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»